- μορφίζω
- (Μ μορφίζω) [μορφή]1. δίνω σε κάποιον ωραιότερη ή καλύτερη μορφή, ομορφαίνω («η κοκκινάδα τής ντροπής μορφίζει τα κορίτσια», παροιμ.)2. (για λόγια, μύθους, πράγματα) καλλωπίζω, στολίζω, διασκευάζω («κι εμόρφιζε τα ψέματα κι εκείνοι τα πιστεύαν», Ερωτόκρ.)3. (για πρόσωπα) γίνομαι ομορφότερος σε σχέση με ό,τι ήμουν προηγουμένως («όσο μεγαλώνει μορφίζει όλο και πιο πολύ»)μσν.(το μέσ.) μορφίζομαιυποκρίνομαι, προσποιούμαι («μορφίζομαι τὴν εὐσέβειαν», Γελάσ. Κυζ.).
Dictionary of Greek. 2013.