μορφίζω

μορφίζω
(Μ μορφίζω) [μορφή]
1. δίνω σε κάποιον ωραιότερη ή καλύτερη μορφή, ομορφαίνω («η κοκκινάδα τής ντροπής μορφίζει τα κορίτσια», παροιμ.)
2. (για λόγια, μύθους, πράγματα) καλλωπίζω, στολίζω, διασκευάζω («κι εμόρφιζε τα ψέματα κι εκείνοι τα πιστεύαν», Ερωτόκρ.)
3. (για πρόσωπα) γίνομαι ομορφότερος σε σχέση με ό,τι ήμουν προηγουμένως («όσο μεγαλώνει μορφίζει όλο και πιο πολύ»)
μσν.
(το μέσ.) μορφίζομαι
υποκρίνομαι, προσποιούμαι («μορφίζομαι τὴν εὐσέβειαν», Γελάσ. Κυζ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιμορφίζω — ἐπιμορφίζω (AM) προσποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μορφίζω «μιμούμαι» (< μορφή)] …   Dictionary of Greek

  • ευμορφίζω — εὐμορφίζω και ἐμορφίζω και μορφίζω (Μ) [εύμορφος] 1. ομορφαίνω, στολίζω κάποιον ή κάτι 2. γίνομαι ωραίος, ομορφαίνω 3. μέσ. εὐμορφίζομαι γίνομαι όμορφος, ομορφαίνω …   Dictionary of Greek

  • μεταμορφίζω — (Μ μεταμορφίζω) μεταμορφώνω, μεταβάλλω, αλλάζω κάτι νεοελλ. μέσ. μεταμορφίζομαι προσποιούμαι τον ανίδεο μσν. μεταμφιέζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μορφίζω «δίνω μορφή»] …   Dictionary of Greek

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”